Το… πάμε το γράμμα, στην Παλαιστίνη!
Τις πρώτες μέρες που σπούδαζα στις Σέρρες, περίμενα στην ουρά για να παραδώσω την εργασία μου. Άκουσα έναν συμφοιτητή μου να λέει πως ψάχνει για συγκάτοικο. Πήγα μπροστά στην ουρά και του ‘πα πως κι εγώ ψάχνω για συγκάτοικο! Έτσι πρωτογνωριστήκαμε με τον Αχμέτ, το 2001. Είναι ένας Παλαιστίνιος που είχε μεταναστεύσει στην Ελλάδα για να σπουδάσει πληροφορική. Είχε ήδη παρακολουθήσει το σχολείο της γλώσσας, οπότε μιλούσαμε στα ελληνικά. Στην αρχή, βέβαια, δυσκολευόταν, αλλά αυτό μας έφερνε γέλια! Αφού τακτοποιηθήκαμε στο σπίτι, με ρωτούσε πότε θα πάμε στον Σημίτη να πληρώσουμε. Δεν καταλάβαινα τι δουλειά έχουμε με τον Σημίτη και τον ξαναρώτησα απορημένος. Μου είπε πάλι: «Δεν πρέπει να πάμε στον Σημίτη να πληρώσουμε για το σπίτι;». Έσκασα στα γέλια όταν κατάλαβα πως εννοούσε τον μεσίτη!
Τέσσερα χρόνια ζούσαμε στο ίδιο σπίτι με τον Αχμέτ. Σύντομα διαπίστωσα πως ο χαρακτήρας του είναι θησαυρός. Είναι ένας από τους πιο φιλότιμους και καλόκαρδους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Πάντα καθάριζε και τακτοποιούσε και ποτέ δεν είχαμε προβλήματα στο σπίτι. Ο Αχμέτ είναι μουσουλμάνος και πάντα με σεβόταν ως χριστιανό. Αυτή η διαφορά ήταν σα να μην υπάρχει. Ποτέ δεν ξεχνά να μου ευχηθεί καλά Χριστούγεννα και καλό Πάσχα. Μάλιστα, μερικές φορές ντρεπόμουν, γιατί δεν ήξερα πότε τελείωνε το Ραμαζάνι για να του αντευχηθώ.
Γίναμε τόσο καλοί φίλοι με τον Αχμέτ, που αποκαλούμαστε αδέλφια… Είχε έρθει η στιγμή που ήθελα να ξεκινήσω για την Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Ξέραμε πως οι περιπέτειές μου θα με κρατούσαν στο δρόμο για χρόνια. Μια από τις δυσκολότερες θυσίες που κάποιος πρέπει να κάνει, όταν αποφασίζει να ζήσει τη νομαδική ζωή, είναι ν’ αποχαιρετά οικογένεια και φίλους. Πάντα υπάρχει ελπίδα, οπότε με τον Αχμέτ ονειρευόμασταν να ξανανταμώσουμε στους τόπους του, που ήθελα να επισκεφτώ κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μου. Έτσι δεν είπαμε αντίο. Είπαμε: «Θα τα πούμε στην Παλαιστίνη, αδελφέ»!
Φαινόταν τόσο μακρινό… Για να είμαι ειλικρινής, ούτε εγώ δεν ήξερα αν θα κατάφερνα να επισκεφτώ την Παλαιστίνη! Μετά από σχεδόν τρία χρόνια και 96.000 χιλιόμετρα εξερευνώντας την αφρικανική ήπειρο, έφτασα στην Παλαιστίνη με τη Στέλλα στη σέλα μου. Πάντα ήμασταν σ’ επικοινωνία με τον Αχμέτ, αλλά δυστυχώς δε βρισκόταν εκεί. Είχε αποφοιτήσει κι είχε φύγει από την Ελλάδα, αφού η βίζα του ίσχυε μόνο για όσο διάστημα σπούδαζε. Εκτός αυτού, η τεχνητή οικονομική κρίση στην Ελλάδα είχε αναγκάσει τον Αχμέτ να μεταναστεύσει και πάλι. Εκείνη την περίοδο εργαζόταν στο Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Παρόλ’ αυτά, μου έδωσε τα στοιχεία επικοινωνίας της οικογένειάς του.
Η οικογένεια του Αχμέτ ζει στο γειτονικό Amman της Ιορδανίας. Ήταν μερικοί από τους εκατομμύρια Παλαιστίνιους που αναγκάστηκαν να καταφύγουν εκεί όταν το Ισραήλ κατέλαβε την Παλαιστίνη. Ο Αχμέτ κατάγεται απ’ τη Βηθλεέμ κι έχει συγγενείς που αντιστάθηκαν στον αιματηρό πόλεμο και συνεχίζουν ν’ αγωνίζονται για να επιβιώσουν στις κατεχόμενες περιοχές όπου γεννήθηκαν. Καβαλήσαμε τη μοτοσυκλέτα μου μέχρι την κατάλληλη γειτονιά και ρωτήσαμε για το θείο του Αχμέτ. Κάποιος που δε μιλούσε αγγλικά, σταμάτησε ένα διερχόμενο αυτοκίνητο, μπήκε μέσα και μας είπε να τον ακολουθήσουμε. Μας οδήγησε στο σπίτι της οικογένειας. Ήταν περίοδος Ραμαζανιού κι έτυχε να βρισκόμαστε εκεί κατά το ηλιοβασίλεμα, την ώρα που διακόπτεται η νηστεία της ημέρας και όλη η οικογένεια τρώει μαζί. Ένας φιλοξενούμενος θεωρείται δώρο Θεού, οπότε δε μπορούσαμε ν’ αρνηθούμε την πρόσκληση της οικογένειας στο πλουσιοπάροχο τραπέζι τους, παρόλο που δε μας περίμεναν.
Το ορεκτικό ήταν μια σούπα με πλιγούρι, ενώ για κυρίως γεύμα οι γυναίκες είχαν μαγειρέψει μουσάχαν, το εθνικό φαγητό της Παλαιστίνης! Είναι κοτόπουλο ψημένο στο φούρνο πάνω σε αραβικές πίτες με σοταρισμένα κρεμμύδια και κουκουνάρια, σουμάκ, σαφράν και άλλα αρωματικά μπαχαρικά. Η σαλάτα αποτελούνταν από ψιλοκομμένες ντομάτες, αγγούρια, πιπεριές και ταχίνι. Σα να μην έφταναν όλα αυτά, είχε και κανταΐφι για επιδόρπιο. Το παλαιστινιακό κανταΐφι είναι γλυκά, σιροπιαστά τυροπιτάκια, που συνήθως σερβίρονται την περίοδο του Ραμαζανιού.
Μετά από ένα τόσο μεγάλο και νόστιμο γεύμα, κάτσαμε στο σαλόνι και συζητούσαμε πίνοντας τσάι με μέντα. Μας εξηγούσαν για τις δυσκολίες της ζωής υπό τη στρατιωτική κατοχή του Ισραήλ. Τους είπα για τη ζωή μας με τον Αχμέτ στην Ελλάδα και ήθελαν να μάθουν νέα του. Τελικά του τηλεφωνήσαμε και μιλήσαμε όλοι μαζί.
Αυτή ήταν η τελευταία δράση της αποστολής μας «Το… πάμε το γράμμα!», που έκανα στα Βαλκάνια, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Αυτή ήταν και η πιο συγκινητική… Αφενός ο λόγος ήταν η μακρόχρονη και ουσιαστική προσωπική μου επαφή με τον πρωταγωνιστή της ιστορίας. Αφετέρου, ο σημαντικότερος, ίσως, λόγος ήταν η βαθιά μου λύπη γι’ αυτούς τους ανθρώπους που επί δεκαετίες τους αφαιρείται το στοιχειώδες δικαίωμα να ζουν ειρηνικά και με αξιοπρέπεια στους τόπους τους. Ο σκοπός αυτής της αποστολής ήταν να δημοσιευτούν ιστορίες προσφύγων και μεταναστών έτσι, ώστε ο κόσμος να μάθει για τους γείτονές του. Άλλωστε, όλοι μοιραζόμαστε την ίδια γη… Ο στόχος μου πάντα είναι να χτίζω γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους κι όχι τείχη. Φυσικά, δε μπορώ να εμποδίσω το τεράστιο τείχος 712 χιλιομέτρων που έχτισε το Ισραήλ γύρω από τα κατεχόμενα. Παρόλ’ αυτά, αν όλοι αρνηθούμε να βάλουμε το λιθαράκι μας σ’ εκείνο το απάνθρωπο τείχος και το βάλουμε για να χτίσουμε μια γέφυρα, ο κόσμος μας θα είναι πολύ πιο ειρηνικός…
Αφιερωμένο στον Αχμέτ και όλους τους Ανθρώπους, Παλαιστίνιους, Ισραηλινούς και άλλους, που αγωνίζονται πραγματικά για να φέρουν την ειρήνη σ’ αυτούς τους τόπους, αλλά και αλλού…