Το… πάμε το γράμμα, στην Αλβανία!
Να και η πρώτη ανταπόκριση της δράσης μας “Το… πάμε το γράμμα”! Το χειμώνα είχα πάει στη Χίο για μια όμορφη παρουσίαση του ταξιδιού μου στην Ασία. Εκεί είχα τη χαρά να γνωρίσω την Ξένια. Εργαζόταν στο Bar “Ρόδι”, όπου έγινε η παρουσίαση. Η Ξένια ήρθε στην Ελλάδα το 2004, όταν ενηλικιώθηκε. Οι μεγαλύτερες αδερφές της ήταν ήδη στη Λάρισα, οπότε πήγε κι η Ξένια εκεί. Στη Λάρισα ήταν που γνώρισε και τον Κώστα, που αργότερα έγινε σύζυγός της. Μια μετάθεση του Κώστα οδήγησε το ζευγάρι στη Χίο.
Η οικογένεια της Ξένιας είναι Βορειοηπειρώτες. Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση απ’ όσα έμαθα από την Ξένια ήταν το πόσο διαφορετικοί θεωρούνται οι Βορειοηπειρώτες από τους Αλβανούς. Η γιαγιά της δεν ξέρει αλβανικά. Μόνο ελληνικά μιλά και γράφει. Η γενιά των γονιών της, όμως, αναγκάστηκε από το καθεστώς του Χότζα να μάθει και αλβανικά. Τα διδάσκονταν ως ξένη γλώσσα στα σχολεία τους.
Φτάνοντας στην Αλβανία, δε θα έχανα για κανένα λόγο μια επίσκεψη στα ελληνόφωνα αυτά χωριά, για να βιώσω από κοντά το πώς ζουν οι άνθρωποι εκεί. Έτσι, βρέθηκα στο χωριό “Καλύβια”, κοντά στη Λιβαδειά. Πολλές πινακίδες στους δρόμους και στα καταστήματα ήταν στα ελληνικά. Μερικές φορές είδαμε πινακίδες με ονόματα χωριών στα αλβανικά, που ήταν σβησμένα με μπογιά και γραμμένα στα ελληνικά! Όταν ρωτούσαμε για το δρόμο, μας έκανε εντύπωση που όλοι μας μιλούσαν σε άπταιστα ελληνικά!
Ένας βατός χωματόδρομος τριών χιλιομέτρων σκαρφάλωνε το λόφο, για να μας οδηγήσει στο χωριό. Μας έδειξαν το καινούριο, μοντέρνο σπίτι του κυρίου Βασίλη, του οποίου την πόρτα μας άνοιξαν εγκάρδια από την πρώτη στιγμή. Η θέα ήταν πανοραμική από ‘κει πάνω. Φαινόταν μέχρι κι η Κέρκυρα στο βάθος! Άρχισαν να βγαίνουν τα τσίπουρα κι οι οικείες λιχουδιές και να μαζεύεται η οικογένεια. Γνώρισα από κοντά και τη γιαγιά της Ξένιας, η οποία ήταν κοτσανάτη κι έκανε ωραία καλαμπούρια! Μια στιγμή… Είμαι στην Αλβανία; Γιατί νιώθω σα να είμαι σε ένα οποιοδήποτε ελληνικό χωριό; Δυσκολεύομαι να βρω κάτι που να διαφοροποιεί την εμπειρία μου εδώ από τις εμπειρίες που έχω ζήσει σε χωριά της Ελλάδας. Α, βρήκα κάτι: τι είναι αυτή η κροθόπιτα; Πρώτη φορά βλέπω πίτα με ρύζι και κρέας κι αυτό το όνομα δεν το ‘χω ξανακούσει. Όταν αργότερα το έψαξα, διαπίστωσα πως η κροθόπιτα είναι τοπικό έδεσμα της Ηπείρου, που προφανώς υπήρχε και στη Βόρεια Ήπειρο.
Οι θείοι της Ξένιας χαίρονταν που είχαν Έλληνες φιλοξενούμενους. Κάποιος είπε: “Γιατί το λες έτσι; Μας προσβάλλεις! Εμείς δεν είμαστε Έλληνες; Πες πως έχουμε Ελλαδίτες φιλοξενούμενους”. Μου έκανε εντύπωση πως οι Βορειοηπειρώτες δε χωνεύουν τους Αλβανούς και το αντίστροφο, βέβαια. Ό,τι απατεωνιά γίνεται τη χρεώνουν σ’ αυτούς. Αναγκαστικά συναναστρέφονται και με Αλβανούς, αλλά προτιμούν να έχουν σχέσεις μεταξύ τους. Μάλιστα, έχουν ιδρύσει και κόμμα Ελλήνων. Λόγω των πρόσφατων εκλογών βλέπαμε σ’ αυτά τα μέρη επιγραφές σε βράχους και τοίχους που διαφήμιζαν το κόμμα.
Ο κύριος Βασίλης άρχισε να μας εξηγεί: “… όταν άνοιξαν τα σύνορα, το 1991, ήταν σα να ανοίγουν τις φυλακές και φυσικά οι κρατούμενοι ήθελαν να δραπετεύσουν”! Ο κόσμος ήταν φτωχός και ταλαιπωρημένος από το αυταρχικό κομμουνιστικό πολίτευμα του Χότζα. Ήθελε να φύγει, να φτιάξει τη ζωή του. Η Ελλάδα ήταν δίπλα και αποτελούσε την πιο ανεπτυγμένη γειτονική χώρα.
Κάπως έτσι πήρε κι ο κύριος Βασίλης την οικογένειά του και μετανάστευσαν στη Λάρισα. Εκεί, όμως, βρέθηκε να μαζεύει από τα χωράφια βαμβάκι, ντομάτες και άλλα αγαθά. Πίσω στην Αλβανία είχε στρωμένη δουλειά με χωματουργικά μηχανήματα. Είχε τους συγγενείς του, τους φίλους του, το σπίτι του, το χωράφι του… Η μετανάστευση δεν ήταν γι’ αυτόν. Μετά από λίγους μήνες επέστρεψε στην Αλβανία με την οικογένειά του.
Αργότερα, ένα-ένα τα τρία τους παιδιά μετανάστευσαν στην Ελλάδα. Παντρεύτηκαν εκεί, έκαναν οικογένειες κι έφτιαξαν τη ζωή τους. Οι περισσότεροι δε θέλουν να επιστρέψουν, αφού οι συνθήκες διαβίωσης είναι ακόμη κάπως δύσκολες στην Αλβανία. Τώρα, όμως, που χειροτέρεψαν οι συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα, αρκετοί είναι αυτοί που γυρίζουν στην Αλβανία.